2ο Ολοήμερο Δημοτικό Σχολείο Κοζάνης Κύπρου 2, Κοζάνη 501 31

Ο μαχαλάς τ’ Αϊ Δημήτρ’

Η γειτονιά μας, χτισμένη γύρω από την εκκλησία «τ’ Αϊ Δημήτρ’»  Κοζάνης  απ’ όπου πήρε και το όνομά της, αποτελούνταν από σπίτια χαμηλά με αυλές. Τα περισσότερα τα χώριζε με το διπλανό μόνο ένας τοίχος χαμηλός κι έτσι οι άνθρωποι ήταν δεμένοι μεταξύ τους.

Σε κάθε αυλή σχεδόν υπήρχε κι ένα δέντρο. Αλλού μια «κιρασιά», αλλού μια « μπαλαμιά» (αμυγδαλιά) κι αλλού μια μουριά ή «τζιρτζιλιά» (βερικοκιά). Τ’ αγαπημένα των παιδιών της γειτονιάς ήταν τα «κιράσια κι τα τζέρτζιλα» τα οποία σκαρφάλωναν στα δέντρα και τα «ρήμαζαν» κι έτσι ποτέ δεν έμεναν αρκετά για το παραδοσιακό γλυκό του κουταλιού που κάθε νοικοκυρά φρόντιζε να έχει απαραιτήτως «για να ξαντρουπιάζιτι» (να μην ντροπιάζεται) σε μια απροσδόκητη επίσκεψη. Συνήθως τα καλοκαίρια έβγαζαν ένα σιδερένιο κρεβάτι κάτω από το δέντρο με την πιο παχιά σκιά. Εκεί «κοιμούνταν ου πάππους» καθώς μέσα στο σπίτι είχε πολλή ζέστη. Απαραίτητος σε κάθε αυλή ήταν ο βασιλικός «στουν τινικέ»(τενεκέ).«Πού παράδις για γλάστρις;» Και φυσικά ορτανσίες, ντάλιες και «τρανταφλλιές».

Έξω από κάποια σπίτια υπήρχαν χαμηλά πεζούλια. Εκεί  μαζεύονταν οι γυναίκες, αφού τελείωναν τις δουλειές, «στου χουρατά». Κεντούσαν ή έπλεκαν προικιά  «μασλατεύοντας και κασμερεύοντας»(μιλώντας και γελώντας).  Μεγάλος ανταγωνισμός υπήρχε ποια από ποια θα βγάλει το δυσκολότερο σχέδιο «ταντέλας»(δαντέλας) το οποίο βέβαια «δεν το’ δειχνιν σι καμιάν άλλην. Ήθιλιν να το ‘χει μούγκι αυτήν.»

Ο μαχαλάς (γειτονιά) τ’ Αϊ Δημήτρ’ καθώς βρισκόταν ψηλά, « ισιάδια» πολλά δεν είχε. «Σι κόβουνταν τα πουδάρια απ’ τουν ανήφουρου». Αυτός ο  «ανήφουρους» όμως μετατρέπονταν σε μια καταπληκτική πίστα από τα παιδιά της γειτονιάς. Η κατάβαση γινόταν με πολλούς τρόπους. Το χειμώνα, με τα χιόνια, «έφκιαναν γκλίστρα μι σακκούλα» ή με ό,τι άλλο μπορούσαν να σκαρφιστούν. Επίσης,  αγώνες με ποδήλατα (όσοι είχαν) και το καλύτερο απ’ όλα, πάνω σε πατίνια που είχαν από κάτω ρουλεμάν. Σαν βολίδα κατέβαιναν την κατηφόρα. Βέβαια, δεν ήταν λίγες οι φορές που «αγκάλιαζαν κάνα ντβάρ’» (έπεφταν πάνω σε τοίχο) ή «καμιά γκαγκζιά» (αγκαθωτός θάμνος) και γυρνούσαν σπίτι  «μέσ’ στα γαίματα» (αίματα).

Σήμα κατατεθέν της γειτονιάς ήταν και ο «Αϊ Σαράντ’ς». Εκεί μαζεύονταν «στου Μάη»(την Πρωτομαγιά) ή και σε άλλες περιπτώσεις. Ετοίμαζαν «τς κιφτέδις, τα κιχιά, τς πίτις, του ρυζόγαλου στουλτζμένου (στολισμένο)  στουν απλά (δίσκος για κέρασμα)» και ανηφόριζαν.

Αποκορύφωμα όμως όλων ήταν το άναμμα του φανού το βράδυ της «τρανής τς Απουκράς». Βέβαια, οι ετοιμασίες άρχιζαν στη γειτονιά μια βδομάδα νωρίτερα, από την Κυριακή της μικρής Αποκριάς, ώστε όλα να είναι έτοιμα εκείνο το βράδυ.

Άντρες και γυναίκες με παραδοσιακές φορεσιές χόρευαν και τραγουδούσαν γύρω από τη φωτιά που δεν έσβησε, σύμφωνα με μαρτυρίες, στη γειτονιά μας ούτε την περίοδο της κατοχής.

Φτάνοντας στο σήμερα, λίγα πράγματα έχουν μείνει αναλλοίωτα στο χρόνο. Οι όμορφες αυλές έγιναν πυλωτές. Αντί για πατίνια και «γκουργκύλια» τα παιδιά έχουν τάμπλετ και λάπτοπ. Όσο για «τς ανηφόρις κι τς κατηφόρις», δε μας πειράζουν πια γιατί έχουμε το αυτοκίνητο…

Υλικό από το αρχείο του πολιτιστικού συλλόγου τ’ Αϊ Δημήτρη «Τα Παρταλόπλα».

Μετάβαση στο περιεχόμενο